Ἀρταξέρξης

Ἀρταξέρξης
Ἀρταξέρξης
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Αρταξέρξης — Όνομα τεσσάρων βασιλιάδων της Περσίας. 1. Α. Α’ ο Μακρόχειρ (; – 425 π.Χ.). Βασιλιάς της Περσίας (464 425). Ήτανγιος του Ξέρξη Α’. Μετριοπαθής και δίκαιος, αντιμετώπισε με επιτυχία εσωτερικές αντιδράσεις και επαναστάσεις περιοχών (της Βακτριανής …   Dictionary of Greek

  • Ἀρταξέρξη — Ἀρταξέρξης masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρταξέρξην — Ἀρταξέρξης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρταξέρξου — Ἀρταξέρξης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρταξέρξῃ — Ἀρταξέρξης masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • АРТАКСЕРКС —    • Artaxerxes,          Άρταξέρξης, Άρταξέρξης (по Hdt. 6, 96=то же, что ó μεγας Άρήϊος). Так назывались персидские цари:        1. А. I. Longimanus (Μακρόχειρ, Долгорукий), воцарился в 465 г. до Р. X., после того как был убит Ксеркс, его отец …   Реальный словарь классических древностей

  • κυρός — I (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (706−711). Αναγορεύτηκε πατριάρχης από τον Ιουστινιανό Β’, μετά τη δεύτερη εξορία του οποίου ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στον Αρμένιο Φιλιππικό. Ο τελευταίος, αιρετικός… …   Dictionary of Greek

  • κύρος — I (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (706−711). Αναγορεύτηκε πατριάρχης από τον Ιουστινιανό Β’, μετά τη δεύτερη εξορία του οποίου ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στον Αρμένιο Φιλιππικό. Ο τελευταίος, αιρετικός… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Τισσαφέρνης — Πέρσης σατράπης, που έπαιξε πρωταρχικό ρόλο στην προσπάθεια της Περσίας να επανακτήσει τις ιωνικές ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας. Όταν το 413 π.Χ. ο Δαρείος B’ αποφάσισε να ξαναπάρει αυτές τις πόλεις από την Αθήνα, ο T., που ήταν τότε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”